επαναλαμβανω

επαναλαμβανω
    ἐπαναλαμβάνω
    ἐπ-αναλαμβάνω
    (fut. ἐπαναλήψομαι)
    1) снова начинать, повторять
    

ἐξ ἀρχῆς ἐπανάλαβε Plat. — расскажи мне сначала, т.е. повтори еще раз;

    ἐπαναλαμβάνων ἐκέλευέν οἱ λέγειν Plat.(Федр) заставлял (Лисия) повторять (его) речь;
    ἔτι σαφέστερον εἴπωμεν ἐπαναλαβόντες Arst. — повторим и скажем еще яснее

    2) пересматривать (с целью исправления), исправлять
    

(ἐ. καὴ ἐπανορθώσασθαί τι Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επαναλαμβανω" в других словарях:

  • ἐπαναλαμβάνω — take up again pres subj act 1st sg ἐπαναλαμβάνω take up again pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαναλαμβάνω — επαναλαμβάνω, επανέλαβα βλ. πίν. 165 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επαναλαμβάνω — και επαναλαβαίνω (Α ἐπαναλαμβάνω, Μ και ἐπαναλαβαίνω) 1. λέω ή κάνω κάτι για μια ακόμη φορά («τό επανέλαβα τρεις φορές ώσπου να τό καταλάβει») 2. λέω ή κάνω αυτό που είπε ή έκανε κάποιος άλλος, ξαναλέω, ξανακάνω νεοελλ. διαβάζω πολλές φορές ένα… …   Dictionary of Greek

  • επαναλαμβάνω — επανέλαβα και επανάλαβα, επαναλήφτηκα, επανειλημμένος, μτβ. 1. αναλαμβάνω κάτι ξανά: Επανέλαβα τα καθήκοντά μου. 2. λέω ή πράττω ξανά, ξαναλέω, ξανακάνω: Επαναλαμβάνει τα ίδια. 3. λέω ή πράττω ό,τι κάποιος άλλος είπε ή έπραξε: Επανέλαβε όσα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαναλαβόντα — ἐπαναλαμβάνω take up again aor part act neut nom/voc/acc pl ἐπαναλαμβάνω take up again aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναλαμβανομένων — ἐπαναλαμβάνω take up again pres part mp fem gen pl ἐπαναλαμβάνω take up again pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναλαμβανόντων — ἐπαναλαμβάνω take up again pres part act masc/neut gen pl ἐπαναλαμβάνω take up again pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναλαμβάνει — ἐπαναλαμβάνω take up again pres ind mp 2nd sg ἐπαναλαμβάνω take up again pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναλαμβάνομεν — ἐπαναλαμβάνω take up again pres ind act 1st pl ἐπαναλαμβάνω take up again imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναλαμβάνον — ἐπαναλαμβάνω take up again pres part act masc voc sg ἐπαναλαμβάνω take up again pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναλαμβάνουσι — ἐπαναλαμβάνω take up again pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπαναλαμβάνω take up again pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»